Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Η λειτουργία των λεγόμενων "δεξαμενών καθαρμού" της μινωικής Κρήτης.

 ΟΡΙΣΜΟΣ
Δεξαμενή Καθαρμών Αίθουσας του Θρόνου, Ανάκτορο Κνωσού.
Πηγή: http://www.gtp.gr/TDirectoryDetails.asp?id=14729&lng=1

  Στη Μινωική Αρχαιολογία, ως “Δεξαμενές Καθαρμών” ορίζονται κάποια ιδιότυπα κτίσματα τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αρχιτεκτονικού οικοδομήματος και διαφοροποιούνται λόγω του δαπέδου τους, το οποίο βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των υπόλοιπων κτισμάτων. Έχουν ορθογώνια ή τετράγωνη κάτοψη, πλην μιας εξαίρεσης όπου η κάτοψη είναι ελλειψοειδής.
  Η κατασκευή τους γινόταν είτε με γυψόπλακες, είτε με λίθινους δόμους και σε αρκετές περιπτώσεις περιβάλλονταν είτε από κιονοστοιχία, είτε από πεσσοστοιχία. Οι τοίχοι σε κάποιες περιπτώσεις κοσμούνταν με έγχρωμα κονιάματα ενώ σπανιότερα κοσμούνταν με τοιχογραφίες. Η κατάβαση στους χώρους αυτούς γινόταν με λίθινες ή ξύλινες κλίμακες (Gesell 1985, 22) .
  Η χρονολόγηση τους τοποθετείται κατά την Νεονακτορική περίοδο, πλην μιας περίπτωσης που χρονολογείται στην Παλαιοανακτορική περίοδο. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι “Δεξαμενές Καθαρμών” εντοπίζονται αποκλειστικά στην Κρήτη, πλην μίας εξαίρεσης, και εντάσσονται είτε στο πλαίσιο των ανακτορικών συγκροτημάτων, είτε στο πλαίσιο οικισμών και επαύλεων, είτε ακόμα στο πλαίσιο νεκροταφείου (Πίν. 1- Χάρτης 1).
  H χρήση των κτισμάτων αυτών, παρά τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, παραμένει αινιγματική και αβέβαιη.

Χάρτης: Κρήτη: Κυριότερες θέσεις της Νεοανατορικής Εποχής.-Επισημαίνονται οι θέσεις όπου εντοπίζονται Δ.Κ.(Πηγή: Μαντζουράνη 2002,Χάρτης 4)



ΟΡΟΛΟΓΙΑ

  Ο όρος “Δεξαμενή Καθαρμών” (αγγλ. Lustral basin) επινοήθηκε από τον ανασκαφέα της Κνωσού, sir Arthur Evans, και μετέπειτα υιοθετήθηκε τόσο από τους ανασκαφείς των Μαλίων,
Fernand Chapouthier και Jean Charbonneaux, όσο και από ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα, παρά τις όποιες επιφυλάξεις των ερευνητών.
Παρότι, λοιπόν, έχει καθιερωθεί στη Μινωική Αρχαιολογία, θα ήταν χρήσιμη μια ερμηνευτική ανάλυση του όρου. Αφενός, ο όρος “δεξαμενή” προεξοφλεί την ύπαρξη και άμεση σύνδεση του χώρου με το υγρό στοιχείο και αφετέρου ο όρος “καθαρμός”, υπογραμμίζει την τελετουργική-θρησκευτική χρήση του χώρου, όπου το υγρό στοιχείο λαμβάνει έναν εξαγνιστικό χαρακτήρα.
Επομένως, ο όρος αυτός όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στα τρέχοντα συμπεράσματα της έρευνας σχετικά με τη χρήση των λεγόμενων “Δεξαμενών Καθαρμών”, αλλά μπορεί να γίνει και τροχοπέδη για την κατανόηση της λειτουργίας των χώρων αυτών.
  Ένας πιο δόκιμος όρος έχει προταθεί από τον ανασκαφέα του Ακρωτηρίου της Θήρας, Σπυρίδωνα Μαρινάτο, για τη “Δεξαμενή Καθαρμών” που ανέσκαψε στην Ξεστή 3, τη μοναδική εκτός Κρήτης.
Ο Μαρινάτος προτείνει τον όρο “ιερόν άδυτον”, “διότι η θρησκευτική των χρήσις είναι βεβαία, αλλά τίποτε περισσότερον δεν γνωρίζομεν” (Μαρινάτος 1976, 24.). Τον όρο “άδυτο” χρησιμοποιεί μετέπειτα και η Ναννώ Μαρινάτου.(Marinatos 1984, 14).
  Ο όρος “άδυτον”, σημαίνει τον χώρο με περιορισμένη πρόσβαση, το εσώτατο σήμειο ενός ιερού χώρου και γι' αυτό τον λόγο είναι ορθότερος του όρου “Δεξαμενή Καθαρμών”. Παρόλα αυτά, συμβατικά χρησιμοποιείται ο δεύτερος από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας (εφεξής Δ.Κ.).


ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
   
  Α.    Arthur Evans
Όπως προαναφέρθηκε, ο Evans, ως αυτός που ανέσκαψε την πρώτη Δ.Κ., αυτή της Αίθουσας του Θρόνου, και μετέπειτα τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοναατολική, έθεσε το θεμέλιο σε σχέση με την ερμηνεία αυτών των ιδιότυπων κτισμάτων. Από τις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις του, διέκρινε ότι οι χώροι αυτοί δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως λουτρά. Εφόσον, λοιπόν, η βάθυνση προϊδεάζει για την ύπαρξη και αποθήκευση νερού, ο Evans υπέθεσε πως ο χώρος θα λειτουργούσε ως impluvium, ως χώρος, δηλαδή, συγκέντρωσης των όμβριων υδάτων1. Παράλληλα, θα μπορούσε, κατά τον Evans, να λειτουργεί ως vivarium, ως ζωοτροφείο αλλιώς, το οποίο θα πλαισιωνόταν από υδροχαρή φυτά κατ' αναλογία των Αιγυπτιακών προτύπων, και δεν θα ήταν άσχετο με σκοπούς μαγειρικούς2. Έτσι λοιπόν, αποδίδει μια καθαρά πρακτική και καλλωπιστική λειτουργία στη Δ.Κ.
Στην επόμενη προκαταρκτική δημοσίευση, θα επανέλθει εγκαταλείποντας τις θεωρίες περί vivarium, κρατώντας, ωστόσο, ως δεδομένο την ύπαρξη του υγρού στοιχείου και τη μη χρήση ως λουτρού για τη Δ.Κ. της Αίθουσας του Θρόνου. Έτσι, αφού θα αποδώσει στη Βορειοδυτική Δ.Κ. λειτουργία λουτρού λόγω της μεγάλης της βάθυνσης (2,00μ.), στη Δ.Κ. της Αίθουσας του Θρόνου θα αποδώσει λειτουργία ποδόλουτρου λόγω της μικρής βάθυνσης (0,70 μ.).3
Στην δημοσίευση του Palace of Minos, ο Evans εισάγει έναν νέο όρο για να περιγράψει τη λειτουργία αυτών των αινιγματικών χώρων: χρησιμοποιεί τον όρο “Δεξαμενή Καθαρμών” απορρίπτοντας κάθε ερμηνεία περί πρακτικής χρήσης, αντίθετα δίνει μια νέα ερμηνεία περί τελετουργικής μύησης στους χώρους αυτούς, σχετιζόμενης με τη χθόνια λατρεία. Η μύηση αυτή θα γινόταν με τη χρήση κάποιου υγρού ή ελαίου, το οποίο θα μεταφερόταν με συγκεκριμένα αγγεία από τις αποθήκες.4
Ο Evans, αν και αρχικά προσπάθησε να ερμηνεύσει τις Δ.Κ. ως χώρους πρακτικής χρήσης, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η χρήση είναι καθαρά συμβολική-εξαγνιστική-λατρευτική σχετιζόμενη με τη χθόνια λατρεία.

  Β.   Σπυρίδων Μαρινάτος
Ο Σπ. Μαρινάτος σε άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1941 προτείνει μια διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση. Ξεκινά από το δεδομένο πως οι Μινωίτες χρησιμοποιούν τα βαθιά και σκοτεινά σπήλαια ως χώρους λατρείας της χθόνιας θεότητας. Υποθέτει, λοιπόν, πως και οι Δ.Κ. θα μπορούσαν να να μιμούνται τα σπήλαια, καθώς η βάθυνση και το σκοτάδι θα δημιουργούσαν τις καταλληλότερες συνθήκες για την επικοινωνία με τη θεότητα5.

  Γ.   Martin Nilsson
Ο Nilsson διερευνόντας τη χρήση των Δ.Κ., απορρίπτει την πρακτική τους χρήση ως λουτρών, καθώς δεν διαθέτουν σύστημα εισροής-εκροής και είναι επενδεδυμένες με γυψόπλακες, οι οποίες διαβρώνονται εύκολα από το νερό. Ωστόσο, δεν φαίνεται να αποδέχεται την άποψη του Έβανς περί τέλεσης καθαρμών6. Έτσι λοιπόν, κρατά μια πιο επιφυλακτική στάση απέναντι και στις δύο αντικρουόμενες απόψεις.

  Δ.   James Walter Graham
Ο Graham μελετώντας τα επιχειρήματα κατά της χρήσης των Δ.Κ. ως λουτρών, τα αμφισβητεί ένα ένα και καταλήγει στο συμπέρασμα περί πρακτικής χρήσης ως λουτρών. Ένα από τα επιχειρήματα που αποκρούει είναι η διάβρωση των γυψοπλακων, παραθέτοντας παραδείγματα όπου οι γυψόπλακες άντεξαν στον χρόνο, όπως στην πρόσοψη του Ανακτόρου της Κνωσού. Έπειτα, σχετικά με το σύστημα εισροών-εκροών, θεωρεί πως δεν θα ήταν αναγκαίο καθώς θα χρησιμοποιούνταν λουτήρες που αδειάζονταν εύκολα. Τέλος, όσον αφορά τη βάθυνση, υποστηρίζει πως θα εξυπηρετούσε πρακτικούς λόγους, όπως ο φωτισμός του χώρου από τον προθάλαμο του.
Παρόλα αυτά, η ύπαρξη θρησκευτικών αντικειμένων εντός των Δ.Κ. δυσχεραίνουν την ερμηνεία του. Έτσι καταλήγει στο μετριοπαθές συμπέρασμα πως ο σωματικός καθαρμός, θα ήταν και ψυχικός και πότε θα χρησιμοποιούνταν ως “δεξαμενές καθαρμών”, πότε ως λουτρά7.

 Ε.   Νικόλαος Πλάτων
  Ο Νικόλαος Πλάτων στην ερμηνευτική προσέγγιση που χρησιμοποιεί, τονίζει το διπλό χαρακτήρα των χώρων αυτών, τόσο ως λουτρών, όσο και ως Δ.Κ. Επισημαίνει τη δυσκολία διάκρισης των χρήσεων καθώς τόσο η θέση, όσο και η σκευή των χώρων, αφήνουν περιθώρια για πολλαπλές ερμηνείες.
Πρώτα απ' όλα, η θέση τους δημιουργεί δυσκολίες στην ερμηνεία. Κάποια από αυτά βρίσκονται
πλησίον σε ιερά και η μορφολογία τους είναι αρκετά περίπλοκη, όπως η Δ.Κ. του Κεντρικού Ιερού της Ζάκρου και η Αίθουσα του Θρόνου στην Κνωσό. Κάποια άλλα, ωστόσο, βρίσκονται εντός του οικιστικού τομέα τόσο των Ανακτόρων όσο και των επαύλεων και οικιών και έχουν πιο απλή μορφολογία. Παράλλλα, η σκευή και ο διάκοσμος έχουν θρησκευτικό-λατρευτικό χαρακτήρα.
Άλλωστε, θεωρείται δεδομένο ότι τα Ανάκτορα είχαν ιερό χαρακτήρα και ολόκληρες πτέρυγες θα σχετίζονταν με τη λατρεία. Όλα αυτά οδηγούν με ασφάλεια στο συμπέρασμα περί λατρευτικής χρήσης των χώρων, ωστόσο δεν αποκλείουν και την πρακτική τους χρήση ως λουτρών.
Καθώς, λοιπόν, δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής τρόπος διάκρισης των χρήσεων, προτείνει το διπλό χαρακτήρα, τόσο ως λουτρών όσο και ως Δ.Κ.
Ένα τελευταίο σημείο που δυσχεραίνει την ερμηνεία, είναι η έλλειψη αγωγών εισροής εκροής, το οποίο όμως επιλύεται με τη χρήση φορητών λουτήρων και την πιθανή χρήση κατά τον καθαρμό αρωματισμένου ύδατος8.
Στη δημοσίευση των Δ.Κ. της Ζάκρου, ο Πλάτων αναλύει εκτενώς την παραπάνω θέση του, προσπαθώντας να αναβιώσει το τελετουργικό. Σχετικά, λοιπόν, με τη Δ.Κ. του Κεντρικού Ιερού, αναφέρει ότι όσοι λάβαιναν μέρος στη λατρεία του Ιερού, θα έπρεπε πρώτα να εξαγνιστούν στην Δ.Κ. είτε με λούση, είτε χριόμενοι με ύδωρ είτε χριόμενοι με έλαιο, κατ' αντιστοιχία με τα πρότυπα της Ανατολής και της κλασικής Ελλάδας. Την άποψη αυτή ενίσχυσε και η εύρεση “τελετουργικού” αγγείου από φλεβωτό μάρμαρο9.
Τελειώνοντας, στη δημοσίευση της βορειοανατολικής Δ.Κ. της Ζάκρου, δίνει την οριστική ερμηνεία που γεφυρώνει τις δύο αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τη χρήση. Αφενός η εξάρτηση από τα “βασιλικά διαμερίσματα” και αφετέρου τα θρησκευτικά σύμβολα με τα οποία κοσμούνταν (τοιχογραφία με κέρατα καθοσίωσης και διπλούς πελέκυς ), οδηγούν, κατά τον Πλάτωνα, στο συμπέρασμα ότι η κάθαρση θα γινόταν των βασιλικών προσώπων θα γινόταν με λόυση, και εφόσος τα βασιλκά πρόσωπα ήταν ιερά, η λούση θα είχε εξαγνιστικό-τελετουργικό χαρακτήρα10.

  ΣΤ.   Στυλιανός Αλεξίου
Ο Στυλιανός Αλεξίου αφού μελετά εκτενώς τις διάφορες επιστημονικές απόψεις σχετικά με τη μορφολογίαμκαι τη χρήση των Δ.Κ., οδηγείται στο συμπέρασμα περί διάκρισης των χώρων με λατρευτική σημασία από αυτών με πρακτική λειτουργία. Έπειτα, επισημαίνει πως δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση λουτήρων και αποδίδει ως σκοπό της βάθυνσης τη συγκέντρωση μικρής ποσότητας ύδατος. Η θρησκευτική χρήση, δεν αμφισβητείται τόσο λόγω διαμόρφωσης όσο και διακόσμου και σκευής, και μάλιστα η χρήση τους θα σχετιζόταν είτε με συμβολικό καθαρμό μέσω ύδατος, είτε με προσφορά υγρών θυσιών προς τη χθόνια θεότητα με ρυτά και άλλα τελετουργικά αγγεία11.
Η παραπάνω άποψη του Αλεξίου περί προσφοράς υγρών θυσίων είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, καθώς όχι μόνο η σκευή, αλλά και η μορφολογία των Δ.Κ. και των χώρων που τις περιβάλλουν μαρτυρούν κάποια μορφή πομπής προς τη Δ.Κ. πιθανόν με σπονδικά αγγεία που θα έφεραν προσφορές προς τη θεότητα, όπως λάδι και κρασί. Την άποψη αυτή περί πομπής με τελετουργικά σκέυη ενισχύει η μορφολογία της Βορειοδυτικής Δ.Κ. της Κνωσού (Εικ. 2) και του λεγόμενου “χώρου μύησης” που την περιβάλλει. Φαίνεται με βάση τη διάταξη των διαδρόμων, πως ακολουθούνταν μια κυκλική πορεία ξεκινώντας από τα νότια, με κατεύθυνση από δυτικά προς ανατολικά, συνεχίζοντας βόρεια και ακολουθώντας κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά και καταλήγωντας νότια στην κλίμακα της Δ.Κ. και τέλος στο εσωτερικό της όπου θα γίνονταν οι προσφορές προς τη χθόνια θεότητα12. Θα λειτουργεί, λοιπόν, ως μια μορφή βυθισμένου ιερού βήματος ώστε να πλησιάζει τη χθόνια θεότητα, κατά μίμηση των σπηλαίων13.

  Ζ.    Μαρία Πλάτωνος
Η Πλάτωνος καθώς μελετά τη χρήση και κυρίως τη μορφολογία των Δ.Κ., καταλήγει στο συμπέρασμα πως η βάθυνση θα ήταν άσχετη με κάθε απόπειρα προστασίας από τα νερά ή κάλυψη της γυμνότητας, αντίθετα θρησκευτικοί λόγοι θα επέβαλλαν την κατασκευή χώρων με δάπεδο σε χαμηλότερη στάθμη. Ως θρησκευτικό λόγο, παρουσιάζει, παρόμοια με πολλούς ερευνητές, το “πλησίασμα στη Μητέρα Γη ή στη χθόνια θεότητα”. Σε μεταγενέστερη περίοδο, νέες πεποιθήσεις επέβαλλαν την ανύψωση του δαπέδου σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ο διάκοσμος και η σκευή, ακόμα, αποδεικνύουν την ιερότητα του χώρου και των “λουομένων” καθώς και την τέλεση συμβολικού καθαρμού και άλλων τελετουργιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τέλος, θα λειτουργούσαν ως χώροι εξαγνισμού των εισερχομένων στο Ανάκτορο, καθώς αρκετά παραδείγματα εντοπίζονται πλησίον των εισόδων14.6





Αναπαράσταση τοιχογραφίας δυτικής κόγχης Βορειονατολικής Δ.Κ.
 Ανακτόρου Ζάκρου. (Πηγή: Πλάτωνος 1990, Πιν. 27 β)

  Η.   Θεόδωρος Ηλιόπουλος

Μία νέα ερμηνευτική προσέγγιση, που αξιοποιεί την ανακάλυψη της Δ.Κ. στο Φουρνί καθώς και τη θεωρία του Μαρινάτου(ό.π.), παρουσιάζει ο Ηλιόπουλος. Αρχικά, παρουσιάζει τη μορφολογία της Δ.Κ. με σταγονόσχημη κάτοψη από το νεκροταφείο στο Φουρνί Αρχανών με στόχο να αποδείξει πως το κτίσμα αυτό παρουσιάζει όλα εκείνα τα στοιχεία για να ταυτιστεί με Δ.Κ. Ερμηνεύει, μάλιστα, τη βάθυνση στο βράχο ως χώρο υποδοχής των σπονδών. Συνεχίζοντας, αναφέρει το παράδειγμα ενός “σπηλαιώδους” αποθέτη από την περιοχή Πόρου-Κατσαμπά, παραθέτοντας την περιγραφή του Ν. Πλάτωνος, σύμφωνα με την οποία ήταν ένας ορθογώνιος θάλαμος,
2,80μ.x 2,00μ., ο οποίος διέθετε λίθινη κλίμακα πέντε βαθμίδων και περιείχε αρκετά τεμάχια αγγείων.
Τα δύο κτίσματα, η Δ.Κ. στο Φουρνί και ο “αποθέτης” παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες, με βασικότερη την κατάβαση σε υπόγειο χώρο σκαμμένο στη γη. Εάν στην περίπτωση των Δ.Κ. που εντοπίζονται στα Ανακτορικά Κέντρα, στις οικίες και στις επαύλεις, η ερμηνεία του Μαρινάτου περί μίμησης των σπηλαίων φαινόταν ελκυστική, στην περίπτωση των δύο αυτών κτισμάτων φαίνεται απόλυτα πειστική. Συνδέοντας, λοιπόν, τα δύο αυτά ιδιότυπα κτίσματα, ο Ηλιόπουλος εξάγει το συμπέρασμα όχι μόνον περί λατρείας της χθόνιας θεότητας, κατ' αναλογία προς τα σπήλαια, αλλά και λατρείας των νεκρών, οι οποίοι βρίσκονται εντός της γης, κοντά στη θεότητα15.
Η παραπάνω άποψη διευρύνει τη χρήση των Δ.Κ. πέραν των Ανακτόρων και οικίων και ανοίγει μια νέα προοπτική στην ερμηνεία τους. Η υπόθεση περί λατρείας των νεκρών- περί προγονολατρίας, αλλιώς- είναι αρκετά ελκυστική καθώς εξηγεί κατά πολύ την ύπαρξη ενός κτίσματος ανάλογου των Δ.Κ., εντός του νεκροταφείου. Δεν μπορεί να διαχωριστεί, ωστόσο, η προγονολατρία από τη λατρεία χθόνιων θεοτήτων. Πιθανόν, οι προσφορές να προορίζονταν τόσο προς τους νεκρούς προγόνους όσο και στη θεότητα. Άλλωστε, κατοικία και τον δύο είναι η γη, η οποία είτε βλαστάνει είτε μένει άγονη, είτε χαρίζει ευημερία είτε έλλειψη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αποκατάσταση της τοιχογραφίας του
 ανατολικού τοίχου της Ξεστής 3.
(Πηγή: Marinatos 2015, εικ. σ. 127)

  Μέσα από την εξέταση τόσο της μορφολογίας αυτών των αινιγματικών κτισμάτων, όσο και των διάφορων ερμηνευτικών προσεγγίσεων, καταλήγουμε σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τη χρήση τους. Αρχικά, θα πρέπει να αποδεσμευτεί η λειτουργία των συμβατικά ονομαζόμενων “Δεξαμενών καθαρμού” από την ύπαρξη του υγρού στοιχείου ως μέσου εξαγνισμού και τελετουργικής κάθαρσης, καθώς όπως φαίνεται η άποψη αυτή δεν είναι άλλο παρά κατάλοιπο της αρχικής και μετέπειτα της νεότερης ερμηνείας του Evans. 



Τοιχογραφία βόρειου τοίχου Ξεστής 3. Ακρωτήρι Θήρας. (Πηγή: Marinatos 2015, εικ.
σ. 122-123)
  Έπειτα, η ύπαρξη τοιχογραφικού διακόσμου θρησκευτικών θεμάτων, δεν αφήνει κανένα περιθώριο να αμφισβητηθεί η λατρευτική χρήση των Δ.Κ. Τόσο στην τοιχογραφία της Βορειοανατολικής Δ.Κ. της Ζάκρου, όσο και στην Ξεστή 3, τα θέματα είναι καθαρά θρησκευτικά. Ιδιαίτερα στην Ξεστή 3, τόσο η τοιχογραφία του βόρειου τοίχου όσο και του ανατολικού, όχι μόνο έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο, αλλά και προβάλλουν τη λατρεία χθόνιας θεότητας. Συγκεκριμένα, η τοιχογραφία του βόρειου τοίχου εικονίζει καθιστή μορφή σε βράχο, η οποία ερμηνεύεται ως θεότητα, και δεξιά και αριστερά δύο λατρεύτριες της. Η καθιστή μορφή αιμορραγεί και από το αίμα φυτρώνει άνθός κρόκου, δείχνοντας πως το πηγή του κρόκου είναι το αίμα της θεότητας. Αίμα κυλά και από την πρόσοψη του ιερού που εικονίζεται στον ανατολικό τοίχο (Marinatos 2015, 121-125.)
 Με βάση τα παραπάνω, η άποψη περί λατρείας χθόνιας θεότητας ενισχύεται, καθώς τόσο το τοπίο της τοιχογραφίας του βόρειου τοίχου, όσο και το αίμα και ο κρόκος παραπέμπουν σε λατρευτικές πράξεις που σχετίζονται με τη γονιμότητα της γης.
  Παράλληλα, οι ευρύχωροι προθάλαμοι και τα βοηθητικά δωμάτια των Δ.Κ. πιθανόν να επέτρεπαν τη συγκέντρωση ικανοποιητικού αριθμού ατόμων με σκοπό την προπαρασκευή της λατρείας.
  Τέλος, η λατρεία των νεκρών προγόνων δεν πρέπει να θεωρηθεί άσχετη με τα κτίσματα αυτά καθώς οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ χθόνιας λατρείας και λατρείας των νεκρών είναι αρκετά λεπτές.  


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Evans 1900, 37-38.
2 Evans 1900, 39.
3 Evans 1901, 60-63· Πρβλ Ζώης 1996, 286-287, 290-293, όπου ο Ζώης μελετά τις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις του Evans και κρίνει την ορθότητα τους με βάση τα δεδομένα.
4 Evans 1928a, 322· Evans 1935b, 937-938.
5 Marinatos 1941, 130.
6 Nilsson 1950, 92-94.
7 Graham 1987, 99-108.
8 Platon 1967b, 239-241, 245
9 Πλάτων 1974, 11-113.
10 Πλάτων 1974, 169-170.
11 Αλεξίου 1972, 433-434.
12 Πρβλ. με οικία Δα Μαλίων , όπου φαίνεται να ακολουθείται προδιαγεγραμμένη πορεία.
14 Πλάτωνος 1990, 154-155.
15 Ηλιόπουλος 1988-1989.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξίου 1972
Αλεξίου, Στ. 1972. “Περί των μινωικών «δεξαμενών καθαρμού»”. ΚΧ ΚΔ', τ.1: 414-434.

Evans 1900
Evans, A. 1900. “Knossos. Summary Report of the Excavations in 1900. I. The Palace”. BSA 6: 3-69.

Evans 1901




Evans, A. 1901. “The Palace of Knossos. Provisional Report of the Excavation for the Year 1901”. BSA 7: 1-120.

Evans 1928a
Evans, Arthur. 1928. The Palace of Minos: a comparative account of the successive stages of the early Cretan civilization as illustred by the discoveries at Knossos (Band 2,1): Fresh lights on origins and external relations. London: Macmillan and Co.


Ηλιόπουλος 1988-1989
Ηλιόπουλος, Θ. 1988-1989. “Σπήλαια, δεξαμενές και αποθέτες”. ΚΧ ΚΗ'-ΚΘ': 86-93.

Gesell 1985
Gesell, G. C. 1985. Town, Palace, and House Cult in Minoan Crete. SIMA 67. Göteborg: Paul Åströms Förlag.

Graham 1987
Graham, James Walter. 1987. The Palaces of Crete. Princeton University Press.
Μαντζουράνη 2002
Μαντζουράνη, Ε. 2002. Προϊστορική Κρήτη. Τοπογραφία και Αρχιτεκτονική. Από τη νεολιθική εποχή στους νεοανακτορικούς χρόνους. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα.
Marinatos 1941
Marinatos, Sp. 1941. “The cult of the Cretan caves”. The Review of Religion: 128-136.

Μαρινάτος 1976
Μαρινάτος, Σπυρίδων. 1976. Ανασκαφαί Θήρας VII (1973). Αθήναι: Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.

Marinatos 1984
Marinatos, Nanno. 1984. Art and religion in Thera: Reconstructing a Bronze Age Society. Athens.

Marinatos 2015
Marinatos, Nanno. 2015. Akrotiri: Thera and the East Mediterranean. Athens: Militos Editions.
Nilsson 1950
Nilsson, Martin Persson. 1950. The Minoan and Mycenaean Religion and its Survival in Greek Religion. Biblo and Tanner.
Platon 1967b
Platon, Ν. 1967. Bathrooms and Lustral Basins in Minoan Dwellings”. Στο Europa: Studien zur Geschichte und Epigraphik der frühen Aegaeis. Festschrift für Ernst Grumach, W. C. Brice (επιμ.), 236-45. Berlin: Walter de Gruyter & Co.
Πλάτων 1974
Πλάτων, Ν. 1974. Ζάκρος: Το νέον μινωικόν ανάκτορον. Αρχαίοι τόποι και μουσεία της Ελλάδος 5. Αθήναι: Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.

Πλάτωνος 1990
Πλάτωνος, Μ. 1990. “Νέες ενδείξεις για το πρόβλημα των καθαρτηρίων δεξαμενών και των λουτρών στο Μινωικό κόσμο”. στα Πεπραγμένα του ΣΤ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Α2, 141-55. Χανιά.



Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Η Πορεία του Μαραθώνα κατά τους Προϊστορικούς χρόνους.

    Στο ΒΑ άκρο της Αττικής εκτείνεται η εύφορη πεδιάδα του Μαραθώνα. Δυτικά ορίζεται από τους πρόποδες της Πεντέλης, τους λόφους Αγριελίκι, Κοτρώνι και Σταυροκοράκι, ενώ ανατολικά βρέχεται από τη θάλασσα. Ήδη από την αρχαιότητα, η πεδιάδα του Μαραθώνα διακρινόταν από την υπόλοιπη Αττική για την υγρότητα της, υγρότητα η οποία οφείλεται αφενός στα δύο έλη που βρίσκονται στην περιφέρεια της, το Μικρό Έλος (Μπρεξίζα) ΝΔ και το Μεγάλο Έλος ΒΑ, και αφετέρου στους ποταμούς που τη διατρέχουν, το Σκόρπιο ποτάμι ΒΔ, τον ποταμό Σκούπα και το ποτάμι της Οινόης στο μέσον της, καθώς επίσης και τον ποταμό Χάραδρο, ο οποίος πλημμύριζε την πεδιάδα έως και την κατασκευή του φράγματος της λίμνης του Μαραθώνα1.
    Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η ευρύτερη περιοχή του αρχαίου Μαραθώνα ήταν χωρισμένη σε τέσσερις δήμους, τον Μαραθώνα, την Οινόη, την Τρικόρυνθο και την Προβάλινθο, οι οποίοι αποτελούσαν μια τοπική ένωση, την Τετράπολη2. Σήμερα αυτή η περιοχή εκτείνεται από τη Νέα Μάκρη μέχρι και την Οινόη και το Κάτω Σούλι.
Ο Τύμβος των Αθηναίων. (ΠηγήΣταϊνχάουερ 2009, 118-119)
    Στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων ο Μαραθώνας κατείχε εξέχουσα θέση λόγω της μάχης μεταξύ Αθηναίων και Περσών το 490 π.Χ., γεγονός που του προσδίδει παγκόσμια φήμη μέχρι και τις ημέρες μας. Έτσι λοιπόν, ενώ ο Μαραθώνας είναι γνωστός παγκόσμια για την μάχη του 490 π.Χ. καθώς επίσης και για τα κλασικά μνημεία του, όπως ο Τύμβος των Αθηναίων, είναι λιγότερο γνωστός για τη μακρά πορεία του κατά τους Προϊστορικούς χρόνους3, πορεία που συνεχίζεται μετέπειτα κατά τους ιστορικούς χρόνους, γνωρίζοντας μεγάλη ακμή κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και περνώντας μέσα από τη Βυζαντινή περίοδο και την Τουρκοκρατία φτάνει έως και τις ημέρες μας.
     Η πορεία, λοιπόν, του Μαραθώνα κατά τους προϊστορικούς χρόνους ξεκινά κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο στα παράλια της σημερινής Νέας Μάκρης4, νότια της πεδιάδας του Μαραθώνα, όπου ήρθε στο φως το 1977 νεολιθικός οικισμός. Ο οικισμός αυτός διακρίνεται από τις υπόλοιπες νεολιθικές εγκαταστάσεις της Αττικής λόγω της μεγάλης εξάπλωσης των ευρημάτων, των πολλών επάλληλων στρωμάτων και των αδιατάρακτων επιχώσεων.Η μελέτη της κεραμικής5 φανερώνει συνολικά 12 φάσεις κατοίκησης του οικισμού κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική (Φάση 1-2), κατά τη Μέση Νεολιθική (Φάση 3 έως 8) και κατά τη Νεώτερη Νεολιθική (Φάση 9-12)6.

Πρωτοελλαδικό Νεκροταφείο στη θέση Τσέπι(ΠηγήΣταϊνχάουερ 2009, 49)
  Προχωρώντας δυτικά στην πεδιάδα του Μαραθώνα, στους πρόποδες του λόφου Κοτρώνι, εντοπίζεται το Πρωτοελλαδικό νεκροταφείο στη θέση Τσέπι7, η ανασκαφή και η έρευνα του οποίου ξεκίνησε το 1970 από τον Σπυρίδωνα Μαρίνατο και συνεχίζεται μέχρι και τις ημέρες μας8 . Το νεκροταφείο χρονολογείται στην ΠΕ Ι περίοδο και αποτελεί το αρχαιότερο νεκροταφείο της Αττικής, της Στερεάς και της Πελοποννήσου. Οι τάφοι ξεπερνούν σε αριθμό τους 60, είναι οργανωμένα διατεταγμένοι στο χώρο και παρουσιάζουν ομοιομορφία στον τύπο κατασκευής τους. Οι τάφοι είναι είτε κτιστοί λάκκοι είτε λάκκοι επενδυμένοι με όρθιες πλάκες, σχήματος είτε ορθογωνίου είτε σπανιότερα κυκλικού. Διαθέτουν, επίσης, πλευρική είσοδο και πρόθυρο, καλύπτονται με πλάκες και προβάλλονται εξωτερικά με υπέργειο ορθογώνιο επίπεδο κτισμένο πάνω ακριβώς από τη θέση του λάκκου. Τέλος, πλαισιώνονται από ιδιαίτερο τετράπλευρο περίβολο, ανοικτό στα ανατολικά, κατασκευασμένο από μονή ειρά λίθων στην επιφάνεια του αρχαίου δαπέδου του νεκροταφείου. Αξίζει να σημειωθεί πως το νεκροταφείο στο Τσέπι παρουσιάζει τόσο στην κατασκευή των τάφων όσο και στα ευρεθέντα κτερίσματα αρκετές ομοιότητες με ανάλογα νεκροταφεία των Κυκλάδων, γεγονός που οδήγησε τον Μαρινάτο9 στο να το κατονομάσει ως “Πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο”, θεωρώντας βέβαιη την εγκατάσταση κυκλαδικής αποικίας, άποψη που σήμερα αμφισβητείται.
Η είσοδος του θολωτού τάφου. (ΠηγήΣταϊνχάουερ 2009, 75)
ΜΕ νεκροταφείο Βρανά, Τύμβος ΙΙ.
Πηγή: Προσωπκό Αρχείο, ημ/νία λήψης: Φεβρουάριος 2014.



   Μερικά χιλιόμετρα ΝΔ από το Τσέπι, βρίσκεται ο θολωτός τάφος του Αρνού10, ένας από τους τρεις θολωτούς τάφους που βρίσκονται στην Αττική11. Στον τάφο οδηγούσε δρόμος 25μ. ο οποίος ξεκινούσε από το ύψος του φυσικού εδάφους και συνέχιζε με κατηφορική κλίση του δαπέδου μέχρι τον κτιστό προθάλαμο του τάφου. Ενώ λοιπόν η αρχή του δρόμου βρισκόταν στην επιφάνεια του εδάφους, ο κυρίως τάφος ήταν υπόγειος. Στην αρχή του δρόμου, ήρθε στην επιφάνεια ταφή δύο αλόγων τα οποία είχαν τοποθετηθεί με συμμετρικό τρόπο αντικριστά. Στο εσωτερικό, διαμέτρου 7 μ. και ύψους 7,20μ., ανασκάφηκαν δύο κτιστοί ορθογώνιοι τάφοι, από τους οποίους ο ένας έφερε ως κτέρισμα ένα χρυσό μόνωτο κύπελλο. Πέραν τούτου, δεν υπήρχε άλλη κτέριση, ως αποτέλεσμα αρχαιοκαπηλείας. Από τα ευρεθέντα όστρακα προκύπτει η χρονολόηγηση του τάφου στην ΥΕΙΙ περίοδο.
ΜΕ νεκροταφείο Βρανά, Τύμβος Ι.
Πηγή: Προσωπκό Αρχείο, ημ/νία λήψης: Φεβρουάριος 2014
    Σε μικρή απόσταση από τον θολωτό τάφο του Αρνού βρίσκεται το Μεσοελλαδικό νεκροταφείο του Βρανά. Αποτελείται κατά κύριο λόγο από ταφικούς τύμβους και φαίνεται πως η θέση χρησιμοποιούταν ως νεκροταφείο από την ΠΕ μέχρι και την ΥΕ. Το ΜΕ νεκροταφείο ανασκάφηκε το 1970 από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο. Ήδη από το 1934 είχε ανακαλυφθεί, σε μικρή απόσταση από το Βρανά, ο θολωτός τάφος του Αρνού. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Μαρινάτο στην αναζήτηση και δεύτερου θολωτού τάφου στην περιοχή, καθώς είχε την άποψη πως, όπως γράφει ο ίδιος στα ΠΑΕ του 1972, πως “τοιούτοι τάφοι κείνται κατά ζεύγη σχεδόν πάντα...”. Ωστόσο, αντί για θολωτό τάφο, ήρθαν στο φως τέσσερις ταφικοί τύμβοι, εκ των οποίων οι δύο μεγαλύτεροι (Τύμβοι Ι και ΙΙ) σώθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ οι άλλοι δύο μικρότεροι (Τύμβοι ΙΙΙ και IV) σώθηκαν αποσπασματικά.
  Συνεχίζοντας στην περιοχή του Μαραθώνα, ΝΑ στην πεδιάδα και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, βρίσκεται η θέση Πλάσι12. Η θέση αυτή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς έχουν βρεθεί λείψανα από τη ΝΛ έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα πρоϊστορικά ευρήματα, έχουν συγκεντρωθεί όστρακα νεολιθικής, πρωτοελλαδικής, μεσοελλαδικής, υστεροελλαδικής και εισηγμένης κυκλαδικής κεραμικής. Επιπλέον έχει έρθει στην επιφάνεια ΜΕ οικοδόμημα πλησίον του οποίου έχει ανασκαφεί κεραμικός κλίβανος 
Πλάσι, Μεγαροειδές οικοδόμημα της Μέσης Εποχής του Χαλκού (πάνω αριστερά).
Πηγή
http://www.arch.uoa.gr/ereyna/anaskafes/plasi-mara8onas/h-anaskafi-toy-2014/tomi-1.html
και ΜΕ κιβωτιόσχημοι τάφοι εντός του ΜΕ οικοδομήματος καθώς επίσης και κατάλοιπα οικιών της Πρωτοχαλκής ΙΙ περιόδου. Όλα αυτά καθιστούν ξεκάθαρη τη μακρά πορεία του Μαραθώνα στο χρόνο, καθώς στον ίδιο χώρο συνυπάρχουν κατάλοιπα σχεδόν όλων των εποχών της προϊστορικής εποχής με αυτά των ιστορικών χρόνων φτάνοντας ίσως και μέχρι την πρωτοβυζαντινή εποχή13


    Σε απόσταση περίπου 500μ. από τη θέση Πλάσι, στη θέση Κλόπα14, ήρθε στο φως σε βάθος 4,50 μ. ταφικός τύμβος. Ο τύμβος ήταν κατασκευασμένος από ποτάμιους λίθους και αποτελούνταν από τρεις ομόκεντρους περιβόλους οι οποίοι περιέκλυαν κιβωτιόσχημο τάφο καθώς επίσης και ταφή σε πίθο.Όπως προκύπτει από την κεραμική, ο τύμβος ανήκει στη ΜΕ περίοδο.
Στη Βόρεια πλευρά της πεδιάδας, στο Κάτω Σούλι15, εντοπίζεται ένας ακόμα προϊστορικός οικισμός. Ο οικισμός αυτός έχει δώσει όστρακο της Ύστερης ΝΛ, πληθώρα οστράκων της ΠΕ καθώς επίσης και αρχιτεκτονικά λείψανα τα οποία δεν χρονολογούνται επακριβώς λόγω ανεπαρκούς έρευνας.
   Στο Κ. Σούλι έχει ανασκαφεί, επίσης, η περιοχή του Μεγάλου Έλους16, όπου έχουν έρθει στην επιφάνεια οικιστικά κατάλοιπα της ΠΕ και νεκροταφείο που χρησιμοποιήθηκε κατά την Υστερογεωμετρική, την Αρχαϊκή και την Κλασική περίοδο
  Προχωρώντας ΒΔ, στην περιοχή της Οινόης, βρίσκεται το Σπήλαιο του Πανός17. Η πρόσβαση σε αυτό γινόταν από δύο εισόδους, με κύρια είσοδο την ανατολική. Εσωτερικά, υπήρχαν σύμφωνα με τον Παυσανία “οίκοι και λουτρά και καλούμενον Πανός αιπόλιον18, αίθουσες, δηλαδή, που δημιουργούσαν οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες, εσοχές στους βράχους όπου συσσωρευόταν νερό και σταλακτίτες που έμοιαζαν με το κοπάδι του Πανός. Το σπήλαιο βρισκόταν ήδη σε χρήση κατά την Νεολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα (όστρακα, ακέραια αγγεία, κοσμήματα αλλά και οι ταφές της ίδιας περιόδου) και συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι και την ΥΕΙΙΙ περίοδο όποτε εγκαταλείπεται. Το σπήλαιο επαναχρησιμοποιείται μετά τη Μάχη του Μαραθώνος όπως μαρτυρούν τόσο τα ευρήματα όσο και οι ιστορικές πηγές.
Σπήλαιον του Πανός. (ΠηγήΣταϊνχάουερ 2009, 30)
Συνοψίζοντας, μέσα από τη μελέτη των ήδη γνωστών θέσεων της ευρύτερης περιοχής του Μαραθώνα καθίσταται σαφής ο πολυσήμαντος ρόλος της περιοχής που εν πολλοίς οφείλεται τόσο στην ποικιλομορφία του φυσικού περιβάλλοντος, όσο και στην άμεση επαφή με την θάλασσα και τη γειτνίαση με τη νησιωτική Ελλάδα.

  
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Πετράκος 1995, 3-7
2Για την πορεία του Μαραθώνα κατά τους ιστορικούς χρόνους, πρβλ Camp 2001, 73-79· 366-369.
3Για μία επισκόπηση των Προϊστορικών θέσεων του Μαραθώνα, βλ. Simpson and Dickinson 1979, 218-220· Marinatos 1970a, 63-68.
4Παντελίδου Γκόφα 1991
5Για ολοκληρωμένη μελέτη της κεραμικής, βλ. Παντελίδου Γκόφα 1995.
6Παντελίδου Γκόφα 1995, πίνακας σ. 182
7Μαρινάτος 1972, 5-9· Marinatos 1970b, 154-155· Marinatos 1970c, 349-350· Παντελίδου Γκόφα 2005, όπου και γίνεται δημοσίευση της ανασκαφής του Μαρινάτου.
8Η μελέτη του νεκροταφείου συνεχίζεται μέχρι σήμερα από την ομότιμη καθηγήτρια κ. Παντελίδου Γκόφα 5
9Μαρινάτος 1972, 6
10Ορλάνδος 1959β· Μαρινάτος 1972, 18-20
11Οι άλλοι δύο βρίσκονται στο Μενίδι και στον Θορικό.
12Μαστροκώτσας 1970· Μαρινάτος 1972, 5· Marinatos 1970b, 153-154· Marinatos 1970c, 349-350
13 Το 2014 ξεκίνησε εκ νέου η μελέτη της θέσης από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. η οποία αναμένεται να καλύψει στο μέλλον αρκετά κενά σχετικά με τη σημασία και τη λειτουργία της θέσης. Στην ιστοσελίδα του Τμήματος Ιστορία και Αρχαιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. παρατίθενται ορισμένα πρώτα συμπεράσματα. βλ.   http://www.arch.uoa.gr/ereyna/anaskafes/plasi-mara8onas.html
14Οικονομάκου 2010, 236-237
15Μαστροκώτσας 1974
16Οικονομάκου 2007.
17Ορλάνδος 1959α· Πετράκος 1993

18Παυσανίας, Ι 32.7 6

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



Camp 2001 Camp, J.M. 2001. The Archaeology of Athens. Yale University Press.
(ελλην.μετάφρ.: 2009. Οι Αρχαιότητες της Αθήνας και της Αττικής. Ινστιτούτο του Βιβλίου- Α. Καρδαμίτσα)
Marinatos 1970a Marinatos, Sp. 1970. “Further news from Marathon”. AAA III

(1970): 153-163
Marinatos 1970b Marinatos, Sp. 1970. “Further Discoveries at Marathon”. AAA III
(1970): 349-357
Marinatos 1970c Marinatos, Sp. 1970. “From the Silent Earth”. AAA III(1970): 63-68
Μαρινάτος 1972 Μαρινάτος, Σπ. 1972. “Ανασκαφαί Μαραθώνος”. ΠΑΕ 1970: 5-20.
Μαστροκώστας 1970 Μαστροκώστας, Ε. 1970. “Προϊστορική Ακρόπολις εν Μαραθώνι”.
ΑΑΑ ΙΙΙ: 14-21
Μαστροκώστας 1974 Μαστροκώστας, Ε. 1974. “Μαραθώνιαι Μελέται: 2. Προϊστορικός
Οικισμός παρά τω Κάτω Σούλι”. ΑΑΑ VIΙ: 1-5.
Οικονομάκου 2010 Οικονομάκου, Μ. 2010. “Μεσοελλαδικές θέσεις στη λαυρεωτική και
την νοτιοανατολική Αττική”. Στο MESOHELLADIKA-
ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΑ, La Grèce continentale au Bronze moyen- Η
ηπειρωτική Ελλάδα στη Μέση εποχή του Χαλκού- The Greek Mainland
in the Middle Bronze Age. Actes du colloque international organisé
par l' École française d' Athènes, en collaboration avec l' American
School of Classical Studies at Athens et le Netherlands Institute in
Athens, Athènes, 8-12 mars 2006, édités par A. Philippa-Touchais, G.
Touchais, S. Voutsaki et J. Wright, 235-242. BCH Supplément 52.
Athènes: École française d' Athènes.
Οικονομάκου 2007 Οικονομάκου, Μ. 2007. “Οι ανασκαφές στο Μεγάλο Έλος του
Μαραθώνος”. Α.Ε.143 (2004): 81-177
Ορλάνδος 1959α Ορλάνδος, Α. Κ. 1959. “Μαραθών. Σπήλαιον Πανός”. Έργον: 15-22
Ορλάνδος 1959β Ορλάνδος, Α. Κ. 1959. “Μαραθών. Θολωτός Τάφος”. Έργον: 23-27
Παντελίδου Γκόφα 1991 Παντελίδου Γκόφα, Μ. 1991. Η Νεολιθική Νέα Μάκρη. Tα
Οικοδομικά. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
αρ.119.
Παντελίδου Γκόφα 1995 Παντελίδου Γκόφα, Μ. 1995. Η Νεολιθική Νέα Μάκρη. Η Κεραμεική.
Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 153.
Παντελίδου Γκόφα 2005 Παντελίδου Γκόφα, Μ. 2005. Τσέπι Μαραθώνος. Το Πρωτοελλαδικό
Νεκροταφείο. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ.
235.
Πετράκος 1993 Πετράκος, Β.Χ. 1993. Η αλεπού ήταν αρχαιοκάπηλος. Το σπήλαιο του
Πανός στον Μαραθώνα. Μέντωρ 25: 67-70
Πετράκος 1995 Πετράκος, Β.Χ. 1995. Ο Μαραθών. Αρχαιολογικός Οδηγός. Βιβλιοθήκη
της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 146.
Simpson and Dickinson 1979 Hope Simpson, R. and O.T.P.K. Dickinson. 1979. A Gazeteer and Atlas
of Aegean Civilization in th Bronze Age, I: The Mainland and the
Islands. SIMA 52. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
Σταϊνχάουερ 2009 Σταϊνχάουερ, Γ. 2009. Ο Μαραθών και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ολκός.