ΟΡΙΣΜΟΣ
Δεξαμενή Καθαρμών Αίθουσας του Θρόνου, Ανάκτορο Κνωσού. Πηγή: http://www.gtp.gr/TDirectoryDetails.asp?id=14729&lng=1 |
Στη Μινωική Αρχαιολογία,
ως “Δεξαμενές Καθαρμών” ορίζονται
κάποια ιδιότυπα κτίσματα τα οποία
εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου
αρχιτεκτονικού οικοδομήματος και
διαφοροποιούνται λόγω του δαπέδου τους,
το οποίο βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο
από αυτό των υπόλοιπων κτισμάτων. Έχουν
ορθογώνια ή τετράγωνη κάτοψη, πλην μιας
εξαίρεσης όπου η κάτοψη είναι ελλειψοειδής.
Η κατασκευή τους
γινόταν είτε με γυψόπλακες, είτε με
λίθινους δόμους και σε αρκετές περιπτώσεις
περιβάλλονταν είτε από κιονοστοιχία,
είτε από πεσσοστοιχία. Οι τοίχοι σε
κάποιες περιπτώσεις κοσμούνταν με
έγχρωμα κονιάματα ενώ σπανιότερα
κοσμούνταν με τοιχογραφίες. Η κατάβαση
στους χώρους αυτούς γινόταν με λίθινες
ή ξύλινες κλίμακες (Gesell 1985, 22) .
Η χρονολόγηση τους
τοποθετείται κατά την Νεονακτορική
περίοδο, πλην μιας
περίπτωσης που χρονολογείται στην
Παλαιοανακτορική περίοδο. Με τα
μέχρι τώρα δεδομένα, οι “Δεξαμενές
Καθαρμών” εντοπίζονται αποκλειστικά
στην Κρήτη, πλην μίας εξαίρεσης, και
εντάσσονται είτε στο πλαίσιο των
ανακτορικών συγκροτημάτων, είτε στο
πλαίσιο οικισμών και επαύλεων, είτε
ακόμα στο πλαίσιο νεκροταφείου (Πίν.
1- Χάρτης 1).
H χρήση των κτισμάτων
αυτών, παρά τις διάφορες ερμηνείες που
έχουν προταθεί, παραμένει αινιγματική
και αβέβαιη.
Χάρτης:
Κρήτη: Κυριότερες θέσεις της Νεοανατορικής
Εποχής.-Επισημαίνονται οι θέσεις όπου
εντοπίζονται Δ.Κ.(Πηγή: Μαντζουράνη
2002,Χάρτης
4)
|
ΟΡΟΛΟΓΙΑ
Ο όρος “Δεξαμενή
Καθαρμών” (αγγλ. Lustral basin)
επινοήθηκε από τον ανασκαφέα της Κνωσού,
sir Arthur Evans, και
μετέπειτα υιοθετήθηκε τόσο από τους
ανασκαφείς των Μαλίων,
Fernand
Chapouthier
και
Jean
Charbonneaux,
όσο και από ολόκληρη την επιστημονική
κοινότητα, παρά τις όποιες επιφυλάξεις
των ερευνητών.
Παρότι,
λοιπόν, έχει καθιερωθεί στη Μινωική
Αρχαιολογία, θα ήταν χρήσιμη μια
ερμηνευτική ανάλυση του όρου. Αφενός,
ο όρος “δεξαμενή” προεξοφλεί την ύπαρξη
και άμεση σύνδεση του χώρου με το υγρό
στοιχείο και αφετέρου ο όρος “καθαρμός”,
υπογραμμίζει την τελετουργική-θρησκευτική
χρήση του χώρου, όπου το υγρό στοιχείο
λαμβάνει έναν εξαγνιστικό χαρακτήρα.
Επομένως,
ο όρος αυτός όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται
στα τρέχοντα συμπεράσματα της έρευνας
σχετικά με τη χρήση των λεγόμενων
“Δεξαμενών Καθαρμών”, αλλά μπορεί να
γίνει και τροχοπέδη για την κατανόηση
της λειτουργίας των χώρων αυτών.
Ένας
πιο δόκιμος όρος έχει προταθεί από τον
ανασκαφέα του Ακρωτηρίου της Θήρας,
Σπυρίδωνα Μαρινάτο, για τη “Δεξαμενή
Καθαρμών” που ανέσκαψε στην Ξεστή 3, τη
μοναδική εκτός Κρήτης.
Ο
Μαρινάτος προτείνει τον όρο “ιερόν
άδυτον”,
“διότι η θρησκευτική των χρήσις είναι
βεβαία, αλλά τίποτε περισσότερον δεν
γνωρίζομεν” (Μαρινάτος 1976, 24.).
Τον όρο “άδυτο” χρησιμοποιεί μετέπειτα
και η Ναννώ Μαρινάτου.(Marinatos 1984, 14).
Ο
όρος “άδυτον”, σημαίνει τον χώρο με
περιορισμένη πρόσβαση, το εσώτατο σήμειο
ενός ιερού χώρου και γι' αυτό τον λόγο
είναι ορθότερος του όρου “Δεξαμενή
Καθαρμών”. Παρόλα αυτά, συμβατικά χρησιμοποιείται ο δεύτερος από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας (εφεξής
Δ.Κ.).
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Α. Arthur
Evans
Όπως
προαναφέρθηκε, ο Evans,
ως
αυτός που ανέσκαψε την πρώτη Δ.Κ., αυτή
της Αίθουσας του Θρόνου, και μετέπειτα
τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοναατολική,
έθεσε το θεμέλιο σε σχέση με την ερμηνεία
αυτών των ιδιότυπων κτισμάτων. Από τις
προκαταρκτικές δημοσιεύσεις του,
διέκρινε ότι οι χώροι αυτοί δεν ήταν
δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως λουτρά.
Εφόσον, λοιπόν, η βάθυνση προϊδεάζει
για την ύπαρξη και αποθήκευση νερού, ο
Evans
υπέθεσε
πως ο χώρος θα λειτουργούσε ως impluvium,
ως
χώρος, δηλαδή, συγκέντρωσης των όμβριων
υδάτων1.
Παράλληλα, θα μπορούσε, κατά τον Evans,
να
λειτουργεί ως vivarium,
ως
ζωοτροφείο αλλιώς, το οποίο θα πλαισιωνόταν
από υδροχαρή φυτά κατ' αναλογία των
Αιγυπτιακών προτύπων, και δεν θα ήταν
άσχετο με σκοπούς μαγειρικούς2.
Έτσι λοιπόν, αποδίδει μια καθαρά πρακτική
και καλλωπιστική λειτουργία στη Δ.Κ.
Στην
επόμενη προκαταρκτική δημοσίευση, θα
επανέλθει εγκαταλείποντας τις θεωρίες
περί vivarium,
κρατώντας,
ωστόσο, ως δεδομένο την ύπαρξη του υγρού
στοιχείου και τη μη χρήση ως λουτρού
για τη Δ.Κ. της Αίθουσας του Θρόνου. Έτσι,
αφού θα αποδώσει στη Βορειοδυτική Δ.Κ.
λειτουργία λουτρού λόγω της μεγάλης
της βάθυνσης (2,00μ.), στη Δ.Κ. της Αίθουσας
του Θρόνου θα αποδώσει λειτουργία
ποδόλουτρου λόγω της μικρής βάθυνσης
(0,70 μ.).3
Στην
δημοσίευση του Palace
of Minos,
ο Evans
εισάγει
έναν νέο όρο για να περιγράψει τη
λειτουργία αυτών των αινιγματικών
χώρων: χρησιμοποιεί τον όρο “Δεξαμενή
Καθαρμών” απορρίπτοντας κάθε ερμηνεία
περί πρακτικής χρήσης, αντίθετα δίνει
μια νέα ερμηνεία περί τελετουργικής
μύησης στους χώρους αυτούς, σχετιζόμενης
με τη χθόνια λατρεία. Η μύηση αυτή θα
γινόταν με τη χρήση κάποιου υγρού ή
ελαίου, το οποίο θα μεταφερόταν με
συγκεκριμένα αγγεία από τις αποθήκες.4
Ο
Evans, αν
και αρχικά προσπάθησε να ερμηνεύσει
τις Δ.Κ. ως χώρους πρακτικής χρήσης,
κατέληξε στο συμπέρασμα πως η χρήση
είναι καθαρά συμβολική-εξαγνιστική-λατρευτική
σχετιζόμενη με τη χθόνια λατρεία.
Β. Σπυρίδων Μαρινάτος
Ο
Σπ. Μαρινάτος σε άρθρο που δημοσιεύτηκε
το 1941 προτείνει μια διαφορετική
ερμηνευτική προσέγγιση. Ξεκινά από το
δεδομένο πως οι Μινωίτες χρησιμοποιούν
τα βαθιά και σκοτεινά σπήλαια ως χώρους
λατρείας της χθόνιας θεότητας. Υποθέτει,
λοιπόν, πως και οι Δ.Κ. θα μπορούσαν να
να μιμούνται τα σπήλαια, καθώς η βάθυνση
και το σκοτάδι θα δημιουργούσαν τις
καταλληλότερες συνθήκες για την
επικοινωνία με τη θεότητα5.
Γ. Martin
Nilsson
Ο
Nilsson
διερευνόντας
τη χρήση των Δ.Κ., απορρίπτει την πρακτική
τους χρήση ως λουτρών, καθώς δεν διαθέτουν
σύστημα εισροής-εκροής και είναι
επενδεδυμένες με γυψόπλακες, οι οποίες
διαβρώνονται εύκολα από το νερό. Ωστόσο,
δεν φαίνεται να αποδέχεται την άποψη
του Έβανς περί τέλεσης καθαρμών6.
Έτσι λοιπόν, κρατά μια πιο επιφυλακτική
στάση απέναντι και στις δύο αντικρουόμενες
απόψεις.
Δ. James
Walter Graham
Ο
Graham
μελετώντας
τα επιχειρήματα κατά της χρήσης των
Δ.Κ. ως λουτρών, τα αμφισβητεί ένα ένα
και καταλήγει στο συμπέρασμα περί
πρακτικής χρήσης ως λουτρών. Ένα από τα
επιχειρήματα που αποκρούει είναι η
διάβρωση των γυψοπλακων, παραθέτοντας
παραδείγματα όπου οι γυψόπλακες άντεξαν
στον χρόνο, όπως στην πρόσοψη του
Ανακτόρου της Κνωσού. Έπειτα, σχετικά
με το σύστημα εισροών-εκροών, θεωρεί
πως δεν θα ήταν αναγκαίο καθώς θα
χρησιμοποιούνταν λουτήρες που αδειάζονταν
εύκολα. Τέλος, όσον αφορά τη βάθυνση,
υποστηρίζει πως θα εξυπηρετούσε
πρακτικούς λόγους, όπως ο φωτισμός του
χώρου από τον προθάλαμο του.
Παρόλα
αυτά, η ύπαρξη θρησκευτικών αντικειμένων
εντός των Δ.Κ. δυσχεραίνουν την ερμηνεία
του. Έτσι καταλήγει στο μετριοπαθές
συμπέρασμα πως ο σωματικός καθαρμός,
θα ήταν και ψυχικός και πότε θα
χρησιμοποιούνταν ως “δεξαμενές
καθαρμών”, πότε ως λουτρά7.
Ε. Νικόλαος Πλάτων
Ο
Νικόλαος Πλάτων στην ερμηνευτική
προσέγγιση που χρησιμοποιεί, τονίζει
το διπλό χαρακτήρα των χώρων αυτών, τόσο
ως λουτρών, όσο και ως Δ.Κ. Επισημαίνει
τη δυσκολία διάκρισης των χρήσεων καθώς
τόσο η θέση, όσο και η σκευή των χώρων,
αφήνουν περιθώρια για πολλαπλές
ερμηνείες.
Πρώτα απ' όλα,
η θέση τους δημιουργεί δυσκολίες στην
ερμηνεία. Κάποια από αυτά βρίσκονται
πλησίον σε ιερά
και η μορφολογία τους είναι αρκετά
περίπλοκη, όπως η Δ.Κ. του Κεντρικού
Ιερού της Ζάκρου και η Αίθουσα του Θρόνου
στην Κνωσό. Κάποια άλλα, ωστόσο, βρίσκονται
εντός του οικιστικού τομέα τόσο των
Ανακτόρων όσο και των επαύλεων και
οικιών και έχουν πιο απλή μορφολογία.
Παράλλλα, η σκευή και ο διάκοσμος έχουν
θρησκευτικό-λατρευτικό χαρακτήρα.
Άλλωστε, θεωρείται
δεδομένο ότι τα Ανάκτορα είχαν ιερό
χαρακτήρα και ολόκληρες πτέρυγες θα
σχετίζονταν με τη λατρεία. Όλα αυτά
οδηγούν με ασφάλεια στο συμπέρασμα περί
λατρευτικής χρήσης των χώρων, ωστόσο
δεν αποκλείουν και την πρακτική τους
χρήση ως λουτρών.
Καθώς, λοιπόν,
δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής τρόπος
διάκρισης των χρήσεων, προτείνει το
διπλό χαρακτήρα, τόσο ως λουτρών όσο
και ως Δ.Κ.
Ένα
τελευταίο σημείο που δυσχεραίνει την
ερμηνεία, είναι η έλλειψη αγωγών εισροής
εκροής, το οποίο όμως επιλύεται με τη
χρήση φορητών λουτήρων και την πιθανή
χρήση κατά τον καθαρμό αρωματισμένου
ύδατος8.
Στη
δημοσίευση των Δ.Κ. της Ζάκρου, ο Πλάτων
αναλύει εκτενώς την παραπάνω θέση του,
προσπαθώντας να αναβιώσει το τελετουργικό.
Σχετικά, λοιπόν, με τη Δ.Κ. του Κεντρικού
Ιερού, αναφέρει ότι όσοι λάβαιναν μέρος
στη λατρεία του Ιερού, θα έπρεπε πρώτα
να εξαγνιστούν στην Δ.Κ. είτε με λούση,
είτε χριόμενοι με ύδωρ είτε χριόμενοι
με έλαιο, κατ' αντιστοιχία με τα πρότυπα
της Ανατολής και της κλασικής Ελλάδας.
Την άποψη αυτή ενίσχυσε και η εύρεση
“τελετουργικού” αγγείου από φλεβωτό
μάρμαρο9.
Τελειώνοντας,
στη δημοσίευση της βορειοανατολικής
Δ.Κ. της Ζάκρου, δίνει την οριστική
ερμηνεία που γεφυρώνει τις δύο
αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τη
χρήση. Αφενός η εξάρτηση από τα “βασιλικά
διαμερίσματα” και αφετέρου τα θρησκευτικά
σύμβολα με τα οποία κοσμούνταν (τοιχογραφία
με κέρατα καθοσίωσης και διπλούς πελέκυς
), οδηγούν, κατά τον Πλάτωνα, στο συμπέρασμα
ότι η κάθαρση θα γινόταν των βασιλικών
προσώπων θα γινόταν με λόυση, και εφόσος
τα βασιλκά πρόσωπα ήταν ιερά, η λούση
θα είχε εξαγνιστικό-τελετουργικό
χαρακτήρα10.
ΣΤ. Στυλιανός Αλεξίου
Ο
Στυλιανός Αλεξίου αφού μελετά εκτενώς
τις διάφορες επιστημονικές απόψεις
σχετικά με τη μορφολογίαμκαι τη χρήση
των Δ.Κ., οδηγείται στο συμπέρασμα περί
διάκρισης των χώρων με λατρευτική
σημασία από αυτών με πρακτική λειτουργία.
Έπειτα, επισημαίνει πως δεν υπάρχουν
ενδείξεις για τη χρήση λουτήρων και
αποδίδει ως σκοπό της βάθυνσης τη
συγκέντρωση μικρής ποσότητας ύδατος.
Η θρησκευτική χρήση, δεν αμφισβητείται
τόσο λόγω διαμόρφωσης όσο και διακόσμου
και σκευής, και μάλιστα η χρήση τους θα
σχετιζόταν είτε με συμβολικό καθαρμό
μέσω ύδατος, είτε με προσφορά υγρών
θυσιών προς τη χθόνια θεότητα με ρυτά
και άλλα τελετουργικά αγγεία11.
Η
παραπάνω άποψη του Αλεξίου περί προσφοράς
υγρών θυσίων είναι αρκετά ενδιαφέρουσα,
καθώς όχι μόνο η σκευή, αλλά και η
μορφολογία των Δ.Κ. και των χώρων που
τις περιβάλλουν μαρτυρούν κάποια μορφή
πομπής προς τη Δ.Κ. πιθανόν με σπονδικά
αγγεία που θα έφεραν προσφορές προς τη
θεότητα, όπως λάδι και κρασί. Την άποψη
αυτή περί πομπής με τελετουργικά σκέυη
ενισχύει η μορφολογία της Βορειοδυτικής
Δ.Κ. της Κνωσού (Εικ. 2)
και του λεγόμενου “χώρου μύησης” που
την περιβάλλει. Φαίνεται με βάση τη
διάταξη των διαδρόμων, πως ακολουθούνταν
μια κυκλική πορεία ξεκινώντας από τα
νότια, με κατεύθυνση από δυτικά προς
ανατολικά, συνεχίζοντας βόρεια και
ακολουθώντας κατεύθυνση από ανατολικά
προς δυτικά και καταλήγωντας νότια στην
κλίμακα της Δ.Κ. και τέλος στο εσωτερικό
της όπου θα γίνονταν οι προσφορές προς
τη χθόνια θεότητα12.
Θα λειτουργεί, λοιπόν, ως μια μορφή
βυθισμένου ιερού βήματος ώστε να
πλησιάζει τη χθόνια θεότητα, κατά μίμηση
των σπηλαίων13.
Ζ. Μαρία Πλάτωνος
Η
Πλάτωνος καθώς μελετά τη χρήση και
κυρίως τη μορφολογία των Δ.Κ., καταλήγει
στο συμπέρασμα πως η βάθυνση θα ήταν
άσχετη με κάθε απόπειρα προστασίας από
τα νερά ή κάλυψη της γυμνότητας, αντίθετα
θρησκευτικοί λόγοι θα επέβαλλαν την
κατασκευή χώρων με δάπεδο σε χαμηλότερη
στάθμη. Ως θρησκευτικό λόγο, παρουσιάζει,
παρόμοια με πολλούς ερευνητές, το
“πλησίασμα στη Μητέρα Γη ή στη χθόνια
θεότητα”. Σε μεταγενέστερη περίοδο,
νέες πεποιθήσεις επέβαλλαν την ανύψωση
του δαπέδου σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ο
διάκοσμος και η σκευή, ακόμα, αποδεικνύουν
την ιερότητα του χώρου και των “λουομένων”
καθώς και την τέλεση συμβολικού καθαρμού
και άλλων τελετουργιών. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, τέλος, θα λειτουργούσαν
ως χώροι εξαγνισμού των εισερχομένων
στο Ανάκτορο, καθώς αρκετά παραδείγματα
εντοπίζονται πλησίον των εισόδων14.6
Αναπαράσταση
τοιχογραφίας δυτικής κόγχης Βορειονατολικής
Δ.Κ.
Ανακτόρου Ζάκρου. (Πηγή: Πλάτωνος
1990,
Πιν.
27 β)
Η. Θεόδωρος Ηλιόπουλος
Μία
νέα ερμηνευτική προσέγγιση, που αξιοποιεί
την ανακάλυψη της Δ.Κ. στο Φουρνί καθώς
και τη θεωρία του Μαρινάτου(ό.π.),
παρουσιάζει ο Ηλιόπουλος. Αρχικά,
παρουσιάζει τη μορφολογία της Δ.Κ. με
σταγονόσχημη κάτοψη από το νεκροταφείο
στο Φουρνί Αρχανών με στόχο να αποδείξει πως το κτίσμα αυτό
παρουσιάζει όλα εκείνα τα στοιχεία για
να ταυτιστεί με Δ.Κ. Ερμηνεύει, μάλιστα,
τη βάθυνση στο βράχο ως χώρο υποδοχής
των σπονδών. Συνεχίζοντας, αναφέρει το
παράδειγμα ενός “σπηλαιώδους” αποθέτη
από την περιοχή Πόρου-Κατσαμπά,
παραθέτοντας την περιγραφή του Ν.
Πλάτωνος, σύμφωνα με την οποία ήταν ένας
ορθογώνιος θάλαμος,
2,80μ.x
2,00μ., ο οποίος διέθετε λίθινη
κλίμακα πέντε βαθμίδων και περιείχε
αρκετά τεμάχια αγγείων.
Τα
δύο κτίσματα, η Δ.Κ. στο Φουρνί και ο
“αποθέτης” παρουσιάζουν αρκετές
ομοιότητες, με βασικότερη την κατάβαση
σε υπόγειο χώρο σκαμμένο στη γη. Εάν
στην περίπτωση των Δ.Κ. που εντοπίζονται
στα Ανακτορικά Κέντρα, στις οικίες και
στις επαύλεις, η ερμηνεία του Μαρινάτου
περί μίμησης των σπηλαίων φαινόταν
ελκυστική, στην περίπτωση των δύο αυτών
κτισμάτων φαίνεται απόλυτα πειστική.
Συνδέοντας, λοιπόν, τα δύο αυτά ιδιότυπα
κτίσματα, ο Ηλιόπουλος εξάγει το
συμπέρασμα όχι μόνον περί λατρείας της
χθόνιας θεότητας, κατ' αναλογία προς τα
σπήλαια, αλλά και λατρείας των νεκρών,
οι οποίοι βρίσκονται εντός της γης,
κοντά στη θεότητα15.
Η παραπάνω
άποψη διευρύνει τη χρήση των Δ.Κ. πέραν
των Ανακτόρων και οικίων και ανοίγει
μια νέα προοπτική στην ερμηνεία τους.
Η υπόθεση περί λατρείας των νεκρών- περί
προγονολατρίας, αλλιώς- είναι αρκετά
ελκυστική καθώς εξηγεί κατά πολύ την
ύπαρξη ενός κτίσματος ανάλογου των
Δ.Κ., εντός του νεκροταφείου. Δεν μπορεί
να διαχωριστεί, ωστόσο, η προγονολατρία
από τη λατρεία χθόνιων θεοτήτων. Πιθανόν,
οι προσφορές να προορίζονταν τόσο προς
τους νεκρούς προγόνους όσο και στη
θεότητα. Άλλωστε, κατοικία και τον δύο
είναι η γη, η οποία είτε βλαστάνει είτε
μένει άγονη, είτε χαρίζει ευημερία είτε
έλλειψη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αποκατάσταση
της τοιχογραφίας του
ανατολικού τοίχου
της Ξεστής 3.
(Πηγή: Marinatos
2015, εικ.
σ. 127)
|
Μέσα από την εξέταση τόσο της μορφολογίας αυτών των αινιγματικών κτισμάτων, όσο και των διάφορων ερμηνευτικών προσεγγίσεων, καταλήγουμε σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τη χρήση τους. Αρχικά, θα πρέπει να αποδεσμευτεί η λειτουργία των συμβατικά ονομαζόμενων “Δεξαμενών καθαρμού” από την ύπαρξη του υγρού στοιχείου ως μέσου εξαγνισμού και τελετουργικής κάθαρσης, καθώς όπως φαίνεται η άποψη αυτή δεν είναι άλλο παρά κατάλοιπο της αρχικής και μετέπειτα της νεότερης ερμηνείας του Evans.
Τοιχογραφία
βόρειου τοίχου Ξεστής 3. Ακρωτήρι Θήρας.
(Πηγή: Marinatos
2015, εικ.
σ.
122-123)
|
Έπειτα, η ύπαρξη τοιχογραφικού διακόσμου θρησκευτικών θεμάτων, δεν αφήνει κανένα περιθώριο να αμφισβητηθεί η λατρευτική χρήση των Δ.Κ. Τόσο στην τοιχογραφία της Βορειοανατολικής Δ.Κ. της Ζάκρου, όσο και στην Ξεστή 3, τα θέματα είναι καθαρά θρησκευτικά. Ιδιαίτερα στην Ξεστή 3, τόσο η τοιχογραφία του βόρειου τοίχου όσο και του ανατολικού, όχι μόνο έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο, αλλά και προβάλλουν τη λατρεία χθόνιας θεότητας. Συγκεκριμένα, η τοιχογραφία του βόρειου τοίχου εικονίζει καθιστή μορφή σε βράχο, η οποία ερμηνεύεται ως θεότητα, και δεξιά και αριστερά δύο λατρεύτριες της. Η καθιστή μορφή αιμορραγεί και από το αίμα φυτρώνει άνθός κρόκου, δείχνοντας πως το πηγή του κρόκου είναι το αίμα της θεότητας. Αίμα κυλά και από την πρόσοψη του ιερού που εικονίζεται στον ανατολικό τοίχο (Marinatos
2015, 121-125.)
Με βάση τα παραπάνω, η άποψη περί λατρείας χθόνιας θεότητας ενισχύεται, καθώς τόσο το τοπίο της τοιχογραφίας του βόρειου τοίχου, όσο και το αίμα και ο κρόκος παραπέμπουν σε λατρευτικές πράξεις που σχετίζονται με τη γονιμότητα της γης.
Παράλληλα, οι ευρύχωροι προθάλαμοι και τα βοηθητικά δωμάτια των Δ.Κ. πιθανόν να επέτρεπαν τη συγκέντρωση ικανοποιητικού αριθμού ατόμων με σκοπό την προπαρασκευή της λατρείας.
Τέλος, η λατρεία των νεκρών προγόνων δεν πρέπει να θεωρηθεί άσχετη με τα κτίσματα αυτά καθώς οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ χθόνιας λατρείας και λατρείας των νεκρών είναι αρκετά λεπτές.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1
Evans 1900, 37-38.
2
Evans 1900, 39.
3
Evans 1901, 60-63·
Πρβλ
Ζώης
1996, 286-287, 290-293,
όπου ο Ζώης μελετά τις προκαταρκτικές
δημοσιεύσεις του Evans και
κρίνει την ορθότητα τους με βάση τα
δεδομένα.
4
Evans 1928a, 322·
Evans 1935b, 937-938.
5
Marinatos 1941, 130.
6
Nilsson
1950, 92-94.
8
Platon
1967b, 239-241,
245
9
Πλάτων 1974, 11-113.
11
Αλεξίου
1972,
433-434.
12
Πρβλ. με οικία Δα Μαλίων , όπου
φαίνεται να ακολουθείται προδιαγεγραμμένη
πορεία.
14
Πλάτωνος
1990,
154-155.
15 Ηλιόπουλος
1988-1989.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξίου
1972
|
Αλεξίου, Στ.
1972. “Περί των μινωικών «δεξαμενών
καθαρμού»”.
ΚΧ ΚΔ', τ.1: 414-434.
|
Evans
1900
|
Evans,
A. 1900. “Knossos.
Summary Report of the Excavations in 1900. I.
The Palace”.
BSA 6:
3-69.
|
||||||||||||||||||||||||||||||
Evans
1901
|
Evans,
A. 1901. “The Palace of Knossos.
Provisional Report of the Excavation for the Year 1901”. BSA
7: 1-120.
|